- περιγύρου
- Μεπίρρ. γύρω γύρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γενέσιος, Ιωσήφ — (10ος αι.). Βυζαντινός ιστοριογράφος, ευγενικής καταγωγής, από τους πνευματικούς ανθρώπους του περίγυρου του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου. Ο Γ. υπηρέτησε ως ανώτατος αξιωματικός στην αυτοκρατορική γραμματεία. Σε χειρόγραφο κώδικα της… … Dictionary of Greek
Μπρίντιζι — (Brindisi). Πόλη (91.664 κάτ.) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.838 τ. χλμ., 403.923 κάτ.). Χτισμένη σε μια μικρή χερσόνησο, στο εσωτερικό ενός μυχού που τη χωρίζει σε δυο κλάδους, η πόλη δεκαπλασίασε τον πληθυσμό της στον… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek